- σαρανταριά
- ηπερίπου σαράντα: Ήταν καμιά σαρανταριά άτομα συγκεντρωμένα στην πλατεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαρανταριά — η, Ν (κυρίως σε συνεκφορά με το μια και το καμιά) σύνολο από 40 μονάδες περίπου («ήμασταν καμιά σαρανταριά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + κατάλ. αριά* (πρβλ. πενηντ αριά)] … Dictionary of Greek
-αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek